εμπληκτος

εμπληκτος
    ἔμπληκτος
    ἔμ-πληκτος
    2
    1) ошеломленный, напуганный
    

(ὑπὸ τῶν κυνῶν Xen.)

    2) неразумный, безрассудный
    

(ἔ. τε καὴ ἀστάθμητος Plat.)

    3) легкомысленный, непостоянный
    

(βροτοί Soph.)

    4) превратный (sc. αἱ τύχαι Eur.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εμπληκτος" в других словарях:

  • έμπληκτος — ἔμπληκτος, ον (AM) ταραγμένος, έκπληκτος αρχ. 1. ανόητος, ηλίθιος 2. απερίσκεπτος, ασταθής, ιδιότροπος 3. επιρρεπής 4. ορμητικός …   Dictionary of Greek

  • ἔμπληκτος — stunned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπληκτότερον — ἔμπληκτος stunned adverbial comp ἔμπληκτος stunned masc acc comp sg ἔμπληκτος stunned neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπληκτότατον — ἔμπληκτος stunned masc acc superl sg ἔμπληκτος stunned neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλήκτως — ἔμπληκτος stunned adverbial ἔμπληκτος stunned masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπληκτον — ἔμπληκτος stunned masc/fem acc sg ἔμπληκτος stunned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπληκτότατος — ἔμπληκτος stunned masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπληκτότεροι — ἔμπληκτος stunned masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπληκτότερος — ἔμπληκτος stunned masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλήκτοις — ἔμπληκτος stunned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλήκτου — ἔμπληκτος stunned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»